- παντέχνου
- πάντεχνοςassistant of all artsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάντεχνος — ον, Α χρήσιμος για όλες τις τέχνες («παντέχνου πυρὸς σέλας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος] … Dictionary of Greek